Stelios Karayanis traduce al griego más poemas de El corazón de la libélula, de Antonio Barnés

 I

 

el ciego Homero teje su poema

noche y día componiendo versos

diferentes e iguales y pintando

la fría luna y el tórrido sol sobre

los campos de Troya y los mares

del sur

sin ver es capaz de dibujar maravillosos

contornos colores luces y atardeceres

quién nos diera ceguera para mirar

lo que se esconde tras la piel

lo que subyace en el corazón de la libélula

 

ο τυφλός Όμηρος υφαίνει το ποίημά του
νύχτα και μέρα συνθέτοντας στίχους
διαφορετικούς και όμοιους ζωγραφίζοντας
την παγερή σελήνη και τον διάπυρο ήλιο πάνω
απ’ τις πεδιάδες της Τροίας και τις θάλασσες
του Νότου
δίχως να βλέπει είναι ικανός να σχεδιάζει θαυμάσια
περιβάλλοντα χρώματα φώτα και απόβραδα
ποιος θα μας έδινε την τυφλότητα για να δούμε
αυτό που κρύβεται πίσω απ’ το δέρμα
αυτό που κατοικεί μες στην καρδιά της λιμπελούλας

 

 

II

 

No llega tu ángel, Ifigenia

que descubra tus bellos ojos

cubiertos por la venda

que desate tus manos delicadas

y libere tus pies de las argollas

para que bailen sobre los talones.

No llega tu ángel, Ifigenia

que frene el puñal sobre

tu pecho

que busque un cabrito

para el sacrificio.

Ifigenia, no llega tu ángel ¿me dejas serlo?

 

Δεν έρχεται ο άγγελός σου, Ιφιγένεια για να ανακαλύψει  τα ωραία σου μάτια τα καλυμμένα με τον επίδεσμο

Να λύσει τα ντελικάτα σου χέρια και να ελευθερώσει τα πόδια σου από τις  αλυσίδες για να χορέψουν  για να χορέψουν πάνω στις φτέρνες σου. Δεν έρχεται ο άγγελός σου Ιφιγένεια

να σταματήσει το μαχαίρι πάνω στο στήθος σου

να ψάξει ένα ερίφιο  για τη θυσία. Ιφιγένεια , δεν έρχεται ο άγγελός σου Με αφήνεις εμένα να είμαι?

 

 


III

 

Deja que cada poeta hable con su voz

tú habla con la tuya

deja que aquella se ría para parecer feliz

tú sé feliz y basta

y no busques el aplauso.

Deja que ella ironice con su increencia

tú sigue creyendo: tantummodo crede

como gritaba aquel.

Deja que ella se llame posmoderna

si le ilusiona la etiqueta.

 

Άσε τον κάθε ποιητή να μιλήσει με τη δική του φωνή εσύ μίλα με τη δική σου

Άφησε εκείνη να γελάσει για να νομίζεις ότι είναι ευτυχισμένη εσύ να είσαι ευτυχής αυτό αρκεί

και μη ψάχνεις το χειροκρότημα.

Άσε εκείνη να ειρωνεύεται με την απιστία της κι εσύ συνέχισε να πιστεύεις: μόνο πίστευε όπως εκείνη  κραύγαζε.

Άφησε εκείνη να αυτοαποκαλείται μεταμοντέρνα αν  την ενθουσιάζει η ετικέτα.

 

 

IV

 

Si el poema te llega hazme una señal a las 12

si el poema no es solo monólogo

sino un grito interior

una desesperada llamada

haz la señal

si el poema es una brisa que

alcanza los oídos del cuerpo

o los del alma

si las palabras son más

que trazos redondeados

dibujos minimalistas

y huecos

haz la señal

 

Αν το ποίημα σου έρθει στείλε μου ένα μήνυμα στις 12

αν το ποίημα δεν είναι μόνο ένας μονόλογος

αλλά μια εσωτερική κραυγή

μια απελπισμένη κλήση

στείλε μου το μήνυμα

αν το ποίημα είναι μια θαλάσσια  αύρα που

φθάνει ως τ’ αυτιά του κορμιού

η της ψυχής

αν οι λέξεις είναι κάτι περισσότερο

από γραμμές στρογγυλεμένες

μινιμαλιστικά σχέδια

και κενά

στείλε  μου το μήνυμα

 

V

 

cuando estás a solas con tus palabras

fluyen como los ríos

se estiran y represan

bailan en los meandros

caen por las cascadas

se detienen

vuelven hacia atrás

cuando estás a solas con tus palabras

nacen firmes los vocablos

como niños robustos

y se disparan hacia arriba y hacia abajo

con la rienda de tu inteligencia

cuando estás a solas con tus palabras

esculpes con sonido celestial

los fonemas y morfemas

la sintaxis expandida y acortada

según tu intuición mágica

cuando estás a solas con tus palabras

entonces

όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου

ρέουν σαν τα ποτάμια

ανακλαδίζονται και  συγκρατιούνται

χορεύουν μες στους μαιάνδρους

πέφτουν απ’ τους καταρράκτες

σταματούν

γυρνάνε προς τα πίσω

όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου

γεννιούνται σταθερά τα φωνήεντα

σαν τροφαντά μωρά

και εκτοξεύονται προς τα πάνω και προς τα κάτω

με το χαλινάρι της διάνοιάς σου

όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου

λαξεύεις με ουράνιο ήχο

τα φωνήματα και τα μορφήματα

την αναπτυγμένη και συντομευμένη σύνταξη

σύμφωνα με τη μαγική σου διαίσθηση

όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου

τότε 

 

 

VI

 

Es perfecta tu imperfección

y maravillosa tu vulgaridad

te equivocas o eres poco precisa

espléndido error

o pides perdón ante la falta

que sin mala voluntad

no lo dudo cometiste

tu contingencia es manifiesta

tu espacio limitado

tus posibilidades mermadas

tu caducidad anunciada

y por eso

precisamente

eres perfecta en tu imperfección

 

Eίναι τέλεια η ατέλειά σου  και θαυμάσια η χυδαιότητά σου

Λαθεύεις η είσαι λίγο ακριβής λαμπρό λάθος

η ζητάς συγνώμη για το λάθος  που δίχως κακή πρόθεση δεν το αμφιβάλω στο οποίο υπέπεσες

είναι δηλωμένη ο χώρος σου περιορισμένος

οι δυνατότητές σου  περιορισμένες η ημερομηνία λήξης σου  αναγγελμένη και γι αυτό

ακριβώς είσαι τέλεια

       μέσα στην ατέλειά σου

 

 

VII

 

mirar como si no se hubiera mirado

hablar como si fuera la primera vez

no reconocer la calle del inicio

balbucear sabiendo decir versos

ser nueva de nuevo

 

να κοιτάς σαν να μην είχες κοιτάξει  να μιλάς σαν να ήταν η πρώτη φορά

να μην αναγνωρίζεις το δρόμο της αρχής

 να ψελλίζεις ξέροντας ότι θα προφέρεις στίχους

να είσαι νέα  και πάλι

 

 

VIII

 

Son hermosas las colinas pero

¿y si un terremoto las aplana?

Son hermosos los árboles pero

¿y si un huracán los abate?

Es hermosa la corriente pero

¿y si la sequía la deshace?

Es hermosa la nube pero

¿y si el sol la difumina?

Quizás el terremoto, el huracán,

la sequía y el sol...

Quizás la tierra, el viento,

el agua y el calor...

Abraza mirando al infinito.

 

Είναι όμορφοι οι λόφοι αλλά

αν ένας σεισμός τους ισοπεδώσει? Είναι όμορφα τα δέντρα αλλά ¿αν ένας τυφώνας  τα τσακίσει?

 

Είναι όμορφο το ρεύμα αλλά ¿αν η ξηρασία το εξαφανίσει? Είναι όμορφο το σύννεφο αλλά  ¿ αν ο ήλιος το διαπεράσει ?

Ίσως ο σεισμός, ο τυφώνας, η ξηρασία και ο ήλιος ...

Ίσως η γη, ο άνεμος, το νερό και η ζέστη...

Αγκάλιασε κοιτάζοντας το απέραντο

 

 

IX

 

¿Adónde te escondiste, amado

y me dejaste con gemido?

Como el ciervo huiste

habiéndome herido.

 

Lo que ni se ve,

ni se toca,

ni se oye,

ni se huele,

ni se gusta.

Más está, más es.

Porque es más Ser

porque es el Ser,

porque es el único

ser subsistente.

 

¿Που κρύφτηκες, αγαπημένε

Και με άφησες μες στο σπαραγμό ? Όπως το ελάφι δραπέτευσες  έχοντάς με πληγώσει.

αυτό που δε φαίνεται,

ούτε αγγίζεται,

ούτε ακούγεται,

ούτε μυρίζει,

ούτε αρέσει.

αλλά υπάρχει, αλλά είναι.

γιατί είναι περισσότερο Είναι

γιατί είναι το Είναι,

γιατί είναι μοναδικό

ον ενυπάρχον.

 

bufa el toro y la arena

por los aires salta te ciega el albero y hocica el animal y patalea es la idea la que salta por los aires

y trata de vencer por su concepto tanto idealismo que desprecia el hecho

 

ρουθουνίζει ο ταύρος και η άμμος

σηκώνεται ψηλά με τον αέρα σε τυφλώνει η σκόνη και σκάβει με το ρύγχος του το ζώο  και ποδοκροτεί είναι η ιδέα που ανεβαίνει μες στον αέρα

και που προσπαθεί να νικήσει με το νόημά της τον κάθε ιδεαλισμό που υποβαθμίζει το γεγονός

 

al fondo del bar varios chacales se [disputan carroña

sangre destila de sus bocas mientras uno [grita

acabada la carne sacan libros y arrancan [páginas

y con chinchetas las clavan en los [hombres

en sus pechos sus nalgas o sus piernas

claman y claman

y otro grita

las ninfas ríen y se contonean ajenas al espectáculo

y patinan sobre la sangre derramada

 

 

Στο βάθος του μπαρ διάφορα τσακάλια τσακώνονται σκοτωμένο

αίμα στάζει απ’ τα στόματά τους ενώ ένα ουρλιάζει

τελειώνοντας με το κρέας βγάζουν βιβλία  και σκίζουν σελίδες

και με συνδετήρες τις καρφώνουν στους ανθρώπους στα στήθη τους

στα κωλομέρια τους  η στις γάμπες τους

ουρλιάζουν και ουρλιάζουν

κι ένα άλλο κραυγάζει

οι νύμφες γελούν και  λικνίζονται  ξένες προς το θέαμα

και πατινάρουν πάνω στο χυμένο αίμα


 

En medio del bosque un claro circular rodeado de tupidos árboles

decenas de libélulas lo iluminan a media [altura

cojo una rama y de pronto cae sobre mí una hada

me hundo medio cuerpo en el suelo pero no he sentido dolor

como si la tierra fuera movediza el hada se pliega a poca distancia ovillada sobre sí

y entrecruzando sus piernas

yo me levanto y me marcho de puntillas y me pierdo entre los árboles


 

Καταμεσής του δάσους ένα στρογγυλό ξέφωτο περικυκλωμένο από  de tupidos δέντρα

δεκάδες από λιμπελούλες το φωτίζουν ως τα μισά 

πιάνω ένα κλαδί και ξαφνικά πέφτει πάνω μου μια θεά

βυθίζομαι ως τη μέση μέσα στο χώμα  αλλά δε νιώθω κανένα πόνο

σαν το έδαφος να είχε κινηθεί  η θεά  υποχωρεί σε μικρή απόσταση κουβαριασμένη

και με σταυρωμένες  τις γάμπες της

έγώ σηκώνομαι και φεύγω πατώντας    στις μύτες των ποδιών μου και εξαφανίζομαι μέσα στα δέντρα

 

Cada vez que abres la boca un abismo de belleza

se difunde por el mundo. Cada vez que abres la boca un hálito divino se clava en nuestras almas.

Cada vez que abres la boca la música se enseñorea de nosotros.

Cada vez que abres la boca dejas de ser algo

y te conviertes en alguien.


 

Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου μια άβυσσος ομορφιάς 

διαχέεται στον κόσμο. Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου μια θεϊκή πνοή  αγγίζει τις ψυχές μας.

Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου η μουσική γίνεται δική μας.

Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου παύεις να είσαι κάτι

Και μετατρέπεσαι σε κάποιον

 

Siempre corriendo te vas como Cenicienta pero sin dejar

un zapato de cristal

Siempre tienes prisa

como libélula

que ha de dar

toda su brisa al mar

 

Φεύγεις πάντα τρέχοντας  σαν Σταχτοπούτα αλλά δίχως να αφήσεις πίσω σου

ένα γυάλινο γοβάκι

Είσαι πάντα βιαστική

σαν μια λιμπελούλα

που έχει να δώσει

όλη την αύρα της στη θάλασσα

 

libélulas tersas

que acarician

las medusas

y las besan

 

λιμπελούλες στιλπνές

που θωπεύουν

τις μέδουσες

και τις φιλούν

 

la  medusa se desliza por el agua y se estira y se contrae sin peso

sube y baja y rodea

otras medusas

que balancean

sus colas sus entretelas

la medusa ya prolonga su estadía se embadurna en todo el mar

y palpa las espumas de los astros reflejados en la sal

que hacen caer sus lunas sus fallas y sus dunas

las libélulas suben y bajan se estiran y mojan sus alas

 

Η μέδουσα γλιστρά μες στο νερό τεντώνεται και συστέλλεται δίχως βάρος

ανεβαίνει κατεβαίνει και κυκλώνει

άλλες μέδουσες

που ταλαντεύουν τις ουρές τους

τις μεμβράνες τους

η μέδουσα πια παρατείνει τη διαμονή της πασαλείβεται μες στη θάλασσα

και ψαχουλέυει τους αφρούς των άστρων που αντανακλώνται στο αρμυρό νερόy

που κάνουν να πέφτουν τα φεγγάρια τους  τα ψήγματά τους και οι θίνες τους

οι λιμπελούλες ανεβοκατεβαίνουν απλώνονται και τεντώνουν τα φτερά τους


 

no somos uno

tú y yo

ni siquiera Dios

es uno uno

sino uno y trino

no somos uno

yo no soy tú

tú no eres yo

pero

tú eres

lo mejor

para mi yo

prefiero

tu felicidad

misterio

tesoro

belleza

primor

todo tú

solo tú

la salida

el éxtasis

de mi yo

 

δεν είμαστε ένας

εσύ κι εγώ

ούτε φυσικά ο Θεός

είναι ένας

αλλά ένας και τρισυπόστατος

δεν είμαστε ένας

εγώ δεν είμαι εσύ

εσύ δεν είσαι εγώ

αλλά

εσύ είσαι

το καλύτερο

για μένα

προτιμώ

την ευτυχία σου

μυστήριο

θησαυρό

ομορφιά

μεράκι

όλα εσύ

μόνο εσύ

η έξοδος

η έκσταση

του εγώ μου

 

A Fran Ruiz Antón

 

-desnudez de Dios

que reclama un abrazo

de abrigo y unos besos

de calor

desnudez de Dios

que suplica

mi arrope

mi arrullo

mi nana

mi biberón

 

Στον Φραν Ρουίθ Αντόν

 

Γύμνια του Θεού

που απαιτεί μια προστατευτική

αγκαλιά

και κάποια

καυτά φιλιά

γύμνια του Θεού

που ικετεύει

το νέκταρ μου

το νανούρισμα μου

τη νταντά μου

το μπιμπερό μου

 

preferible el silencio

a la palabra que abre heridas el humo amarillo

al graznar de la corneja

la bilis vacía

sobre el estómago ahíto

la brisa faríngea

al calor de las esfinges el pelo de las patas aplastadas sobre el pecho y el rabo

que tintinea sin saberlo


 

προτιμότερη η σιωπή

από τη λέξη που ανοίγει πληγές ο κίτρινος καπνός

από το κρώξιμο της κουρούνας

η άδεια χολή

πάνω απ’ το χορτάτο στομάχι

η δροσιά στο φάρυγγα

από τη ζέστη των σφιγγών το μαλλί απ’ τις πατούσες  πάνω στο στήθος και η ουρά

που κουδουνίζει δίχως να το ξέρει

 

La eternidad es un chispazo de asombro, llena de plenitud el alma en un soplo dejándola móvil e inmóvil.

La libélula parece que camina pero vuela, parece que vuela pero camina. Se detiene para remojar sus alas en el estanque. Está sin estar

se queda yéndose llega para marcharse se muestra para hacerse invisible mira al suelo con su mente en el horizonte

pisa la tierra pero su cabeza roza el cielo.

¡Oh libélula libélula libélula!


 

Η αιωνιότητα είναι μια σπίθα της έκπληξης, πληρώνει την ψυχή με μια μόνο πνοή αφήνοντας της κινούμενη και ακίνητη.

Η λιμπελούλα μοιάζει να περπατά αλλά πετά, μοιάζει να πετά αλλά βαδίζει. Σταματά para για να δροσίσει τα φτερά της στη δεξαμενή. Υπάρχει χωρίς να υπάρχει

μένει φεύγοντας φτάνει για να αναχωρήσει παρουσιάζεται για να γίνει αόρατη κοιτά στη γη με το νου της στον ορίζοντα

πατάει στο χώμα αλλά το κεφάλι της ροδίζει τον ουρανό.

Ω λιμπελούλα λιμπελούλα λιμπελούλα!

 

La libélula deposita su néctar húmedo y templado en un instante oscuro

y silencioso que se hace eterno. La libélula detiene su vuelo por un segundo

parece que muere cuando da vida, tensa sus alas.

Lo hace en silencio aun en medio de una muchedumbre ruidosa.

La libélula se arrepiente de su néctar que ya dejó y floreció y polinizó

y sembró su savia de clorofila y gotas de rocío.

El momento y lo eterno poseen la misma duración.

 

Η λιμπελούλα αποθηκεύει το υγρό και τρεμάμενο της νέκταρ  σε μια σκοτεινή και σιωπηλή στιγμή που γίνεται αιώνια. Η λιμπελούλα σταματά την πτήση της για μια στιγμή

Φαίνεται να πεθαίνει όταν δίνει ζωή, τεζάροντας τα φτερά της.

Το κάνει μες στη σιωπή κι ακόμα ανάμεσα σε ένα θορυβώδες πλήθος .

Η λιμπελούλα μετανιώνει για το νέκταρ της που πια άφησε  και άνθισε  και επικονίασε

και έσπειρε  την ικμάδα της χλωροφύλλης της με τις σταγόνες της δροσιάς.

Η στιγμή και η αιωνιότητα έχουν την ίδια διάρκεια.

 


Comentarios