I
el ciego
Homero teje su poema
noche y día
componiendo versos
diferentes e
iguales y pintando
la fría luna
y el tórrido sol sobre
los campos
de Troya y los mares
del sur
sin ver es
capaz de dibujar maravillosos
contornos
colores luces y atardeceres
quién nos
diera ceguera para mirar
lo que se
esconde tras la piel
lo que
subyace en el corazón de la libélula
ο τυφλός Όμηρος υφαίνει το ποίημά του
νύχτα και μέρα συνθέτοντας στίχους
διαφορετικούς και όμοιους ζωγραφίζοντας
την παγερή σελήνη και τον διάπυρο ήλιο πάνω
απ’ τις πεδιάδες της Τροίας και τις θάλασσες
του Νότου
δίχως να βλέπει είναι ικανός να σχεδιάζει θαυμάσια
περιβάλλοντα χρώματα φώτα και απόβραδα
ποιος θα μας έδινε την τυφλότητα για να δούμε
αυτό που κρύβεται πίσω απ’ το δέρμα
αυτό που κατοικεί μες στην καρδιά της λιμπελούλας
II
No llega tu ángel, Ifigenia
que descubra tus bellos ojos
cubiertos por la venda
que desate tus manos delicadas
y libere tus pies de las argollas
para que bailen sobre los talones.
No llega tu ángel, Ifigenia
que frene el puñal sobre
tu pecho
que busque un cabrito
para el sacrificio.
Ifigenia, no llega tu ángel ¿me dejas
serlo?
Δεν έρχεται ο άγγελός σου, Ιφιγένεια για να
ανακαλύψει τα ωραία σου μάτια τα
καλυμμένα με τον επίδεσμο
Να λύσει τα ντελικάτα σου χέρια και να
ελευθερώσει τα πόδια σου από τις
αλυσίδες για να χορέψουν για να
χορέψουν πάνω στις φτέρνες σου. Δεν έρχεται ο άγγελός σου Ιφιγένεια
να σταματήσει το μαχαίρι πάνω στο στήθος
σου
να ψάξει ένα ερίφιο για τη θυσία. Ιφιγένεια , δεν έρχεται ο
άγγελός σου Με αφήνεις εμένα να είμαι?
III
Deja que cada poeta hable con su voz
tú habla con la tuya
deja que aquella se ría para parecer feliz
tú sé feliz y basta
y no busques el aplauso.
Deja que ella ironice con su increencia
tú sigue creyendo: tantummodo crede
como gritaba aquel.
Deja que ella se llame posmoderna
si le ilusiona la etiqueta.
Άσε τον κάθε ποιητή να μιλήσει με τη δική
του φωνή εσύ μίλα με τη δική σου
Άφησε εκείνη να γελάσει για να νομίζεις ότι
είναι ευτυχισμένη εσύ να είσαι ευτυχής αυτό αρκεί
και μη ψάχνεις το χειροκρότημα.
Άσε εκείνη να ειρωνεύεται με την απιστία
της κι εσύ συνέχισε να πιστεύεις: μόνο πίστευε όπως εκείνη κραύγαζε.
Άφησε εκείνη να αυτοαποκαλείται
μεταμοντέρνα αν την ενθουσιάζει η
ετικέτα.
IV
Si el poema te llega hazme una señal a las
12
si el poema no es solo monólogo
sino un grito interior
una desesperada llamada
haz la señal
si el poema es una brisa que
alcanza los oídos del cuerpo
o los del alma
si las palabras son más
que trazos redondeados
dibujos minimalistas
y huecos
haz la señal
Αν το ποίημα σου έρθει στείλε μου ένα
μήνυμα στις 12
αν το ποίημα δεν είναι μόνο ένας μονόλογος
αλλά μια εσωτερική κραυγή
μια απελπισμένη κλήση
στείλε μου το μήνυμα
αν το ποίημα είναι μια θαλάσσια αύρα που
φθάνει ως τ’ αυτιά του κορμιού
η της ψυχής
αν οι λέξεις είναι κάτι περισσότερο
από γραμμές στρογγυλεμένες
μινιμαλιστικά σχέδια
και κενά
στείλε
μου το μήνυμα
V
cuando estás a solas con tus palabras
fluyen como los ríos
se estiran y represan
bailan en los meandros
caen por las cascadas
se detienen
vuelven hacia atrás
cuando estás a solas con tus palabras
nacen firmes los vocablos
como niños robustos
y se disparan hacia arriba y hacia abajo
con la rienda de tu inteligencia
cuando estás a solas con tus palabras
esculpes con sonido celestial
los fonemas y morfemas
la sintaxis expandida y acortada
según tu intuición mágica
cuando estás a solas con tus palabras
entonces
όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου
ρέουν σαν τα ποτάμια
ανακλαδίζονται και συγκρατιούνται
χορεύουν μες στους μαιάνδρους
πέφτουν απ’ τους καταρράκτες
σταματούν
γυρνάνε προς τα πίσω
όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου
γεννιούνται σταθερά τα φωνήεντα
σαν τροφαντά μωρά
και εκτοξεύονται προς τα πάνω και προς τα
κάτω
με το χαλινάρι της διάνοιάς σου
όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου
λαξεύεις με ουράνιο ήχο
τα φωνήματα και τα μορφήματα
την αναπτυγμένη και συντομευμένη σύνταξη
σύμφωνα με τη μαγική σου διαίσθηση
όταν είσαι μόνος με τις λέξεις σου
τότε
VI
Es perfecta tu imperfección
y maravillosa tu vulgaridad
te equivocas o eres poco precisa
espléndido error
o pides perdón ante la falta
que sin mala voluntad
no lo dudo cometiste
tu contingencia es manifiesta
tu espacio limitado
tus posibilidades mermadas
tu caducidad anunciada
y por eso
precisamente
eres perfecta en tu imperfección
Eίναι τέλεια η ατέλειά σου και θαυμάσια η χυδαιότητά σου
Λαθεύεις η είσαι λίγο ακριβής λαμπρό λάθος
η ζητάς συγνώμη για το λάθος που δίχως κακή πρόθεση δεν το αμφιβάλω στο
οποίο υπέπεσες
είναι δηλωμένη ο χώρος σου περιορισμένος
οι δυνατότητές σου περιορισμένες η ημερομηνία λήξης σου αναγγελμένη και γι αυτό
ακριβώς είσαι τέλεια
μέσα στην ατέλειά σου
VII
mirar como si no se hubiera mirado
hablar como si fuera la primera vez
no reconocer la calle del inicio
balbucear sabiendo decir versos
ser nueva de nuevo
να κοιτάς σαν να μην είχες κοιτάξει να μιλάς σαν να ήταν η πρώτη φορά
να μην αναγνωρίζεις το δρόμο της αρχής
να
ψελλίζεις ξέροντας ότι θα προφέρεις στίχους
να είσαι νέα και πάλι
VIII
Son hermosas las colinas pero
¿y si un terremoto las aplana?
Son hermosos los árboles pero
¿y si un huracán los abate?
Es hermosa la corriente pero
¿y si la sequía la deshace?
Es hermosa la nube pero
¿y si el sol la difumina?
Quizás el terremoto, el huracán,
la sequía y el sol...
Quizás la tierra, el viento,
el agua y el calor...
Abraza mirando al infinito.
Είναι όμορφοι οι λόφοι αλλά
αν ένας σεισμός τους ισοπεδώσει? Είναι
όμορφα τα δέντρα αλλά ¿αν ένας τυφώνας
τα τσακίσει?
Είναι όμορφο το ρεύμα αλλά ¿αν η ξηρασία το
εξαφανίσει? Είναι όμορφο το σύννεφο αλλά
¿ αν ο ήλιος το διαπεράσει ?
Ίσως ο σεισμός, ο τυφώνας, η ξηρασία και ο
ήλιος ...
Ίσως η γη, ο άνεμος, το νερό και η ζέστη...
Αγκάλιασε κοιτάζοντας το απέραντο
IX
¿Adónde te
escondiste, amado
y me dejaste con gemido?
Como el ciervo huiste
habiéndome herido.
Lo que ni se ve,
ni se toca,
ni se oye,
ni se huele,
ni se gusta.
Más está, más es.
Porque es más Ser
porque es el Ser,
porque es el único
ser subsistente.
¿Που κρύφτηκες, αγαπημένε
Και με άφησες μες στο σπαραγμό ? Όπως το
ελάφι δραπέτευσες έχοντάς με πληγώσει.
αυτό που δε φαίνεται,
ούτε αγγίζεται,
ούτε ακούγεται,
ούτε μυρίζει,
ούτε αρέσει.
αλλά υπάρχει, αλλά είναι.
γιατί είναι περισσότερο Είναι
γιατί είναι το Είναι,
γιατί είναι μοναδικό
ον ενυπάρχον.
bufa el toro y la arena
por los aires salta te ciega el albero y
hocica el animal y patalea es la idea la que salta por los aires
y trata de vencer por su concepto tanto
idealismo que desprecia el hecho
ρουθουνίζει ο ταύρος και η άμμος
σηκώνεται ψηλά με τον αέρα σε τυφλώνει η
σκόνη και σκάβει με το ρύγχος του το ζώο
και ποδοκροτεί είναι η ιδέα που ανεβαίνει μες στον αέρα
και που προσπαθεί να νικήσει με το νόημά
της τον κάθε ιδεαλισμό που υποβαθμίζει το γεγονός
al fondo del bar varios chacales se
[disputan carroña
sangre destila de sus bocas mientras uno
[grita
acabada la carne sacan libros y arrancan
[páginas
y con chinchetas las clavan en los [hombres
en sus pechos sus nalgas o sus piernas
claman y claman
y otro grita
las ninfas ríen y se contonean ajenas al
espectáculo
y patinan sobre la sangre derramada
Στο βάθος του μπαρ διάφορα τσακάλια
τσακώνονται σκοτωμένο
αίμα στάζει απ’ τα στόματά τους ενώ ένα
ουρλιάζει
τελειώνοντας με το κρέας βγάζουν
βιβλία και σκίζουν σελίδες
και με συνδετήρες τις καρφώνουν στους
ανθρώπους στα στήθη τους
στα κωλομέρια τους η στις γάμπες τους
ουρλιάζουν και ουρλιάζουν
κι ένα άλλο κραυγάζει
οι νύμφες γελούν και λικνίζονται
ξένες προς το θέαμα
και πατινάρουν πάνω στο χυμένο αίμα
En medio del bosque un claro circular
rodeado de tupidos árboles
decenas de libélulas lo iluminan a media
[altura
cojo una rama y de pronto cae sobre mí una
hada
me hundo medio cuerpo en el suelo pero no
he sentido dolor
como si la tierra fuera movediza el hada se
pliega a poca distancia ovillada sobre sí
y entrecruzando sus piernas
yo me levanto y me marcho de puntillas y me
pierdo entre los árboles
Καταμεσής του δάσους ένα στρογγυλό ξέφωτο
περικυκλωμένο από de tupidos δέντρα
δεκάδες από λιμπελούλες το φωτίζουν ως τα
μισά
πιάνω ένα κλαδί και ξαφνικά πέφτει πάνω μου
μια θεά
βυθίζομαι ως τη μέση μέσα στο χώμα αλλά δε νιώθω κανένα πόνο
σαν το έδαφος να είχε κινηθεί η θεά
υποχωρεί σε μικρή απόσταση κουβαριασμένη
και με σταυρωμένες τις γάμπες της
έγώ σηκώνομαι και φεύγω πατώντας στις μύτες των ποδιών μου και εξαφανίζομαι
μέσα στα δέντρα
Cada vez que abres la boca un abismo de
belleza
se difunde por el mundo. Cada vez que abres
la boca un hálito divino se clava en nuestras almas.
Cada vez que abres la boca la música se
enseñorea de nosotros.
Cada vez que abres la boca dejas de ser
algo
y te conviertes en alguien.
Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου μια
άβυσσος ομορφιάς
διαχέεται στον κόσμο. Κάθε φορά που
ανοίγεις το στόμα σου μια θεϊκή πνοή
αγγίζει τις ψυχές μας.
Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου η
μουσική γίνεται δική μας.
Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου παύεις
να είσαι κάτι
Και μετατρέπεσαι σε κάποιον
Siempre corriendo te vas como Cenicienta
pero sin dejar
un zapato de cristal
Siempre tienes prisa
como libélula
que ha de dar
toda su brisa al mar
Φεύγεις πάντα τρέχοντας σαν Σταχτοπούτα αλλά δίχως να αφήσεις πίσω
σου
ένα γυάλινο γοβάκι
Είσαι πάντα βιαστική
σαν μια λιμπελούλα
που έχει να δώσει
όλη την αύρα της στη θάλασσα
libélulas tersas
que acarician
las medusas
y las besan
λιμπελούλες στιλπνές
που θωπεύουν
τις μέδουσες
και τις φιλούν
la
medusa se desliza por el agua y se estira y se contrae sin peso
sube y baja y rodea
otras medusas
que balancean
sus colas sus entretelas
la medusa ya prolonga su estadía se embadurna
en todo el mar
y palpa las espumas de los astros reflejados
en la sal
que hacen caer sus lunas sus fallas y sus
dunas
las libélulas suben y bajan se estiran y
mojan sus alas
Η μέδουσα γλιστρά μες στο νερό τεντώνεται
και συστέλλεται δίχως βάρος
ανεβαίνει κατεβαίνει και κυκλώνει
άλλες μέδουσες
που ταλαντεύουν τις ουρές τους
τις μεμβράνες τους
η μέδουσα πια παρατείνει τη διαμονή της
πασαλείβεται μες στη θάλασσα
και ψαχουλέυει τους αφρούς των άστρων που
αντανακλώνται στο αρμυρό νερόy
που κάνουν να πέφτουν τα φεγγάρια τους τα ψήγματά τους και οι θίνες τους
οι λιμπελούλες ανεβοκατεβαίνουν απλώνονται
και τεντώνουν τα φτερά τους
no somos uno
tú y yo
ni siquiera Dios
es uno uno
sino uno y trino
no somos uno
yo no soy tú
tú no eres yo
pero
tú eres
lo mejor
para mi yo
prefiero
tu felicidad
misterio
tesoro
belleza
primor
todo tú
solo tú
la salida
el éxtasis
de mi yo
δεν είμαστε ένας
εσύ κι εγώ
ούτε φυσικά ο Θεός
είναι ένας
αλλά ένας και τρισυπόστατος
δεν είμαστε ένας
εγώ δεν είμαι εσύ
εσύ δεν είσαι εγώ
αλλά
εσύ είσαι
το καλύτερο
για μένα
προτιμώ
την ευτυχία σου
μυστήριο
θησαυρό
ομορφιά
μεράκι
όλα εσύ
μόνο εσύ
η έξοδος
η έκσταση
του εγώ μου
A Fran Ruiz Antón
-desnudez de Dios
que reclama un abrazo
de abrigo y unos besos
de calor
desnudez de Dios
que suplica
mi arrope
mi arrullo
mi nana
mi biberón
Στον Φραν Ρουίθ Αντόν
Γύμνια του Θεού
που απαιτεί μια προστατευτική
αγκαλιά
και κάποια
καυτά φιλιά
γύμνια του Θεού
που ικετεύει
το νέκταρ μου
το νανούρισμα μου
τη νταντά μου
το μπιμπερό μου
preferible el silencio
a la palabra que abre heridas el humo
amarillo
al graznar de la corneja
la bilis vacía
sobre el estómago ahíto
la brisa faríngea
al calor de las esfinges el pelo de las
patas aplastadas sobre el pecho y el rabo
que tintinea sin saberlo
προτιμότερη η σιωπή
από τη λέξη που ανοίγει πληγές ο κίτρινος
καπνός
από το κρώξιμο της κουρούνας
η άδεια χολή
πάνω απ’ το χορτάτο στομάχι
η δροσιά στο φάρυγγα
από τη ζέστη των σφιγγών το μαλλί απ’ τις
πατούσες πάνω στο στήθος και η ουρά
που κουδουνίζει δίχως να το ξέρει
La eternidad es un
chispazo de asombro, llena de plenitud el alma en un soplo dejándola móvil e
inmóvil.
La libélula parece que camina pero vuela,
parece que vuela pero camina. Se detiene para remojar sus alas en el estanque.
Está sin estar
se queda yéndose llega para marcharse se
muestra para hacerse invisible mira al suelo con su mente en el horizonte
pisa la tierra pero su cabeza roza el
cielo.
¡Oh libélula libélula libélula!
Η αιωνιότητα είναι μια σπίθα της έκπληξης,
πληρώνει την ψυχή με μια μόνο πνοή αφήνοντας της κινούμενη και ακίνητη.
Η λιμπελούλα μοιάζει να περπατά αλλά πετά,
μοιάζει να πετά αλλά βαδίζει. Σταματά para για να δροσίσει τα φτερά της στη
δεξαμενή. Υπάρχει χωρίς να υπάρχει
μένει φεύγοντας φτάνει για να αναχωρήσει
παρουσιάζεται για να γίνει αόρατη κοιτά στη γη με το νου της στον ορίζοντα
πατάει στο χώμα αλλά το κεφάλι της ροδίζει
τον ουρανό.
Ω λιμπελούλα λιμπελούλα λιμπελούλα!
La libélula deposita su néctar húmedo y
templado en un instante oscuro
y silencioso que se hace eterno. La
libélula detiene su vuelo por un segundo
parece que muere cuando da vida, tensa sus
alas.
Lo hace en silencio aun en medio de una
muchedumbre ruidosa.
La libélula se arrepiente de su néctar que
ya dejó y floreció y polinizó
y sembró su savia de clorofila y gotas de
rocío.
El momento y lo eterno poseen la misma
duración.
Η λιμπελούλα αποθηκεύει το υγρό και
τρεμάμενο της νέκταρ σε μια σκοτεινή και
σιωπηλή στιγμή που γίνεται αιώνια. Η λιμπελούλα σταματά την πτήση της για μια
στιγμή
Φαίνεται να πεθαίνει όταν δίνει ζωή,
τεζάροντας τα φτερά της.
Το κάνει μες στη σιωπή κι ακόμα ανάμεσα σε
ένα θορυβώδες πλήθος .
Η λιμπελούλα μετανιώνει για το νέκταρ της
που πια άφησε και άνθισε και επικονίασε
και έσπειρε
την ικμάδα της χλωροφύλλης της με τις σταγόνες της δροσιάς.
Η στιγμή και η αιωνιότητα έχουν την ίδια
διάρκεια.
Comentarios
Publicar un comentario